αναπνευστήρας

αναπνευστήρας
ο
συσκευή η οποία πετυχαίνει την παροχή αέρα στον άνθρωπο, αφού απομονώσει το αναπνευστικό σύστημα από το εξωτερικό περιβάλλον.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναπνευστήρας — Συσκευή που επιτρέπει στον άνθρωπο να αναπνέει, παρότι απομονώνει το αναπνευστικό σύστημα από το εξωτερικό περιβάλλον και παρέχει τον απαιτούμενο αέρα από άλλη οδό. Υπάρχουν δύο τύποι α.: ο α. ανοιχτού κυκλώματος, στον οποίο ο εκπνεόμενος αέρας… …   Dictionary of Greek

  • αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… …   Dictionary of Greek

  • αναπνευστήριο — το αυτό, με το οποίο γίνεται είσοδος αέρα, αερισμός, ο αεριστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπνευστήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον φιλόλογο και αρχαιολόγο Στέφανο Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • σνόρκελ — το, Ν άκλ. ο αναπνευστήρας: α) ιατρ. συσκευή για την εκτέλεση τεχνητής αναπνοής β) τεχνολ. ειδική συσκευή που τροφοδοτεί με αέρα τα υποβρύχια ή τους δύτες όταν βρίσκονται σε κατάδυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. snorkel < γερμ. Schnorchel < γερμ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”